- πάνδωρος
- Μυθολογικός ήρωας της Αττικής, γιος του Ερεχθέα και της Πραξιθέας και πατέρας του Άλκωνα. Είχε αδέλφια του τον Κέκροπα, το Μητίονα, την Πρόκριδα, την Κρέουσα, τη Χθονία και την Ωρείθυια. Λέγεται πως ήταν ιδρυτής της Χαλκίδας στην Εύβοια.
* * *ον, Ααυτός που δωρίζει, που παρέχει τα πάντα, γενναιόδωρος (α. «πάνδωρος ἄρουρα», Οππ.β. «πάνδωρος Ζεύς» Κλεάνθ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό-δωρος].
Dictionary of Greek. 2013.